- ξηραντικῇ
- ξηραντικόςcausing to dry upfem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξηραντική — ξηραντικός causing to dry up fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηραντικός — ή, ό αυτός που έχει τη δυνατότητα να ξεραίνει, να στεγνώνει: Ξηραντική ουσία, αλλ. στεγνωτικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στεγνωτικός — ή, ό 1. αυτός που κάνει κάτι στεγνό. 2. ως ουσ., στεγνωτικό, το ξηραντική ουσία: Έβαλε στεγνωτικό στη λαδομπογιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)